Ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, μέλος του ΔΣ της ΕΠΑ με αφορμή την ενσκήψασα πανδημία μας απέστειλε τα ακόλουθα πονήματά του: 

 

- Άρθρο του "Ἰὸς σκληροκαρδίας, κορωνοϊός"

Εὐχὴ διὰ τὴν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν

- Κανών Παρακλητκός εις τον Υιόν του Θεού

Κανών Παρακλητκός εις τον Όσιον Νικηφόρον τον λεπρόν

 

 

Ἰὸς σκληροκαρδίας, κορωνοϊός

Τὸ κρύο εὐνοεῖ τὶς ἰώσεις. Μὲ τὴν ζέστη αὐτὲς περιορίζονται. Τὸ κρύο νεκρώνει τὴν φύση, ποὺ ἀναμένει τὶς ζεστὲς ζωογόνες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, γιὰ νὰ ξαναζωντανέψει. Τὸ κρύο ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου, τοὺς ἀγρότες, σὲ χειμερία νάρκη, μὲ τὴν προσμονὴ τοῦ ἐρχομοῦ τῆς ἀνοίξεως, μὲ τὴν ὁποία ξεκινοῦν πάλι τὶς πολύμοχθες ἐργασίες τους. Τὸ κρύο συγκεντρώνει τοὺς ἀνθρώπους στὶς ἑστίες τους, ὅπου παιδαγωγοῦνται μὲ τὴν ἐνθύμηση τοῦ παρελθόντος καὶ προγραμματίζονται γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ κρύο συντηρεῖ τὰ τρόφιμα, ἀλλὰ παγώνει τὶς ἀνθρώπινες δραστηριότητες. Τὸ κρύο, τέλος, μὲ τὶς σημερινὲς συνθῆκες καὶ ἐμπειρίες, εὐνοεῖ τὴν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἡ ὁποία ἀναμένει τὴν ζεστασιὰ τῆς ἀνοίξεως καὶ τοῦ καλοκαιριοῦ, γιὰ νὰ ξεπερασθεῖ.

          Ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα «ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» (Ψαλμ. 103, 24), στὸν ἐνιαύσιο κύκλο μᾶς φέρνει καὶ κρύο καὶ ζέστη. Ἂν δὲν μαζευόμαστε ἀπὸ τὸ κρύο στὰ σπίτια μας, δὲν θὰ ἀπολαμβάναμε τὴν ζέστη στὴν ἐξοχή, στὶς θάλασσές μας. Ἔχουμε, ἔτσι, ἀνθρώπινα, συσχετίσει τὸ κρύο μὲ κάτι περιοριστικό, ἴσως καὶ ἀποκρουστικό, ἐνῶ τὴν ζέστη μὲ κάτι ἐπιθυμητό, κάτι ὡραῖο. Λέμε γιὰ ἀντιπαθεῖς τύπους ἀνθρώπων: «Αὐτὸς εἶναι κρύος», «τὰ ἀστεῖα του εἶναι κρύα», «εἶναι ψυχρὸς ἄνθρωπος». Γιὰ συμπαθεῖς τουναντίον λέμε: «Ἔχει θερμὴ ἀγάπη», «ζεστὴ συμπεριφορά», «στέλνει ὁλόθερμες εὐχές», «ἡ καρδιά του εἶναι ζεστή».

          Τὸ πρόβλημα τῶν ἡμερῶν ποὺ ζοῦμε εἶναι ὄχι τόσο ἡ ἐπίδραση τῶν καιρικῶν συνθηκῶν ζέστης καὶ κρύου στὴν καθημερινότητά μας, ποὺ πάντοτε ἀνικανοποίητοι δυσανασχετοῦμε γι’ αὐτές, ἀλλὰ καὶ λίγο ὡς πολὺ μποροῦμε νὰ τὶς βελτιώσουμε, ὅσο τῶν ψυχικῶν μας συνθηκῶν κρύου καὶ ζέστης σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς μας. Στὸν κοινωνικό μας περίγυρο, ἀκόμη καὶ στὸν χριστιανικό, βλέπουμε ὅτι «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ΄ 12). Γίναμε «κατεψυγμένοι» συναισθηματικά. Δυστυχία εἶναι νὰ βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν στὸ ἄμεσο κοινωνικό μας περιβάλλον ἄνθρωποι πού, ἂν καὶ διαμένουν σὲ πολυκατοικίες, ζοῦν σὰν σὲ ἀπομόνωση καὶ πεθαίνουν, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ πάρει εἴδηση· βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν ἀσθενεῖς στὰ νοσοκομεῖα, τοὺς ὁποίους κανεὶς δὲν ἐπισκέπτεται, κι ἂς πηγαινοέρχονται γύρω τους καθημερινὰ ἑκατοντάδες ἄνθρωποι· βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη γέροντες ἀνήμποροι, παιδιὰ ἐγκαταλελειμμένα, μητέρες ἀβοήθητες, πρόσωπα ἐμπερίστατα ποὺ ἐπαναλαμβάνουν μὲ πόνο τὸ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε΄ 7) ὑπογραμμίζοντας, ἔτσι, τὴν διαπίστωση ὅτι ἡ μοναξιὰ ἀποτελεῖ τραγικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ εἶναι πράγματι τραγικό, σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ τὰ τελειότερα μέσα ἐπικοινωνίας, νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ μοναξιά, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἡ ἀπομόνωση, ἀλλὰ ἡ ἐγκατάλειψη λόγῳ ἀπουσίας ἀγάπης. Ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, τότε μπορεῖ νὰ ζεῖς ἀνάμεσα σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους κι ὅμως νὰ νοιώθεις μόνος· νὰ μὴν ἔχεις κάποιον νὰ ἐμπιστευθεῖς, νὰ τοῦ ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου, νὰ ἐκφράσεις τὸν πόνο σου ἀλλὰ καὶ τὴν χαρά σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό μας, ἡ ἐπιδημία τοῦ θανατηφόρου ἰοῦ τῆς σκληροκαρδίας καὶ τῆς περιφρονήσεως τῶν Εὐαγγελικῶν ἀρχῶν τῆς ἀγάπης, τῆς συμπόνιας, τῆς ἀλληλεγγύης. Γι’ αὐτὸν τὸν ἰὸ δὲν δημοσιεύθηκε τίποτα. Δὲν ἀναφέρεται ὡς πανδημία, παρ’ ὅτι εἶναι θανατηφόρος.

          Γιὰ τὸν κορωνοϊὸ κλείνουν σχολεῖα, κλείνουν ἐπιχειρήσεις, ἐπιβάλλονται περιορισμοί, ἡ κοινὴ γνώμη γίνεται ἀνάστατη. Φοβούμεθα τὴν πανδημία, φοβούμεθα τὴν ἐξάπλωση τῆς ἰώσεως, φοβούμεθα καὶ τὸν σωματικὸ θάνατο. Γιὰ τὸν πνευματικό, στὸν ὁποῖο ὁδηγούμαστε μὲ τὴν σκληροκαρδία μας, καμία συζήτηση.

          Γιὰ τὸν κορωνοϊὸ ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐμβολίου καὶ τῆς ἀναμενόμενης ζέστης, ἡ ὁποία θὰ τὸν περιορίσει. Γιὰ τὸν ἰὸ τῆς σκληροκαρδίας ἡ ἐλπίδα εἶναι ἡ ζέση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐμβόλιο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἂν θερμάνουμε τὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ ἂν ζητήσουμε τὴν Θεία Χάρη, τότε θὰ νεκρώσουμε κάθε ἰὸ θανατηφόρο καὶ ὑγιεῖς θὰ πορευθοῦμε στὸν σταυρικὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας, ποὺ σίγουρα μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μας ὁδηγεῖ στὴν ἀνάσταση. Ὁ πνευματικὸς κορωνοϊὸς θὰ ἔχει ἐξαφανισθεῖ. Δὲν ζεῖ σὲ θερμὲς ἀπὸ ἀγάπη καρδιές.

 

 


  

Εὐχὴ διὰ τὴν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν

 

       Πανάγαθε Πάτερ καὶ Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, ὁ ἀπαύστως τὸ γένος ἡμῶν «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. ι΄ 38), ὁ σπεύδων παρασχεῖν φάρμακα κουφισμοῦ τοῦ ἄλγους ὡς καὶ ὁλοσχεροῦς θεραπείας καὶ σωτηρίας τοῖς ἀλγεινῶς καὶ δυσιάτως νοσοῦσιν, ὁ μόνος δυνάμενος θεραπεύειν πᾶσαν νόσον ψυχικήν τε καὶ σωματικήν, ὁ καὶ διὰ τῶν ἀσθενειῶν παιδαγωγῶν ἡμᾶς, τοὺς ἐν τρίβοις ἁμαρτίας πορευομένους, ὁ θλιβόμενος ὁρῶν, ὅτι «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ΄ 12), τῶν ἀσυμπαθῶς, οἴμοι, πολιτευομένων, ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων, ὁ ἀεὶ καὶ διὰ παντὸς κηδόμενος τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καὶ πρὸς τὸ συμφέρον πάντα λυσιτελῶς οἰκονομῶν καὶ προνοούμενος καὶ αὐτὸ πᾶσιν ἀπονέμων κατὰ τὸ μέγα καὶ πλούσιόν Σου ἔλεος, ὁ ἐπιτρέψας καὶ τὴν παροῦσαν διὰ τοῦ κορωνοϊοῦ δοκιμασίαν, ἐν ᾗ τὸ εὐλογημένον γένος ἡμῶν κακῶς ὀδυνᾶται, ὁ τῇ ἀφάτῳ Σου ἀγαθότητι σχίσας τὸ χειρόγραφον τῶν ἡμῶν ἁμαρτιῶν διὰ τοῦ ὑπερτίμου Σου αἵματος, ὁ ἐκ τοῦ φλέγοντος πυρὸς τῶν ἀσθενειῶν καὶ περιστάσεων ὁδηγῶν ἡμᾶς εἰς δροσισμὸν καὶ ἀναψυχήν, Αὐτός, Πανοικτίρμον καὶ πανευΐλατε Θεάνθρωπε, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἀπέλασον ἀφ’ ἡμῶν τῇ πανσθενεῖ Δεξιᾷ Σου τὸν ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ κίνδυνον καὶ ἐν ὑγιείᾳ συντήρησον τοὺς εἰς Σὲ πιστεύοντας καὶ τῇ δυνάμει Σου καταφεύγοντας, ὅτι Σὺ εἶ ὁ ταχὺς ἀρωγὸς τῶν ἐν κινδύνοις, ἡ παραμυθία τῶν ἐν θλίψεσιν, ἡ ἐπίσκεψις καὶ ἴασις τῶν ἀσθενούντων, ὁ σωφρονισμὸς τῶν δαιμονώντων, ἡ ἀντίληψις τῶν καμνόντων, ἡ ἔγερσις τῶν παραλύτων, ἡ τῶν τυφλῶν ἀνάβλεψις, ἡ τῶν χωλῶν εὐδρομία, ἡ ῥῶσις τῶν νοσούντων. Πρόσδέξαι οὖν, φιλάνθρωπε Σῶτερ καὶ Κύριε, τὴν δέησιν ἡμῶν καὶ δὸς ἡμῖν τὴν ταχεῖάν σου ἀντίληψιν· ἴδε ἐν ὄμματι συμπαθείας τοὺς πάσχοντας οἰκέτας Σου καὶ ἀπάλλαξους ἡμᾶς τε καὶ αὐτοὺς τῆς συνεχούσης τοῦ κορωνοϊοῦ μάστιγος. Δὸς τοῖς ἐξ αὐτοῦ νοσοῦσι τὴν τελείαν ἴασιν καὶ ποθεινὴν ὑγίειαν καὶ πᾶσιν ἡμῖν, θερμῶς δεομένοις Σου, τὴν δαψιλῆ χάριν Σου, ὅτι Σοὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 


 

Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος (Ψαλμ. 117, 14)

Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω. (Ψαλμ. 145, 2)

**************************************************************

Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια

Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

 

 

 

 

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΤΑΤΟΝ

ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ

ΜΟΝΟΥ ΝΙΚΗΤΟΥ ΤΟΥ ΙΟΥ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ

*

*

*   *   *   *   *

*

*

Ἀθῆναι 2020

*******************************************************************

 

Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως τὸ Κύριε εἰσάκουσον, μεθ' ὃ τὸ Θεὸς Κύριος, ὡς συνήθως, καὶ τὸ ἑξῆς·

Ἦχος πλ. δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Υἱὲ Θεοῦ, φιλανθρωπότατε Σῶτερ,

ὁ ἰατρὸς ἡμῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων,

γλυκύτατε Θεάνθρωπε, Χριστὲ Ἰησοῦ,

ὡς σεπτὸν ἀντίδοτον τοῦ ἰοῦ τῆς κορώνης

πίστει Σὲ δοξάζομεν καὶ θερμῶς Σοὶ βοῶμεν·

Ὁ τοὺς πιστοὺς ἀεὶ εὐεργετῶν,

λοιμώδους νόσου ἡμᾶς τάχος λύτρωσαι.

Δόξα. Καὶ νῦν.

Οὐ σιωπήσομεν ποτέ, Θεοτόκε,

τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι.

Εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα,

τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων;

Τίς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους;

Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ·

σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.

Εἶτα ὁ Ν΄ Ψαλμὸς καὶ ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·

" Υἱὲ Θεοῦ, ἰοῦ κορώνης ἡμᾶς ἐκλύτρωσαι. Χ."

δὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.

Υἱὲ τοῦ Ὑψίστου ἡμῶν Θεοῦ,

ἰώμενος πάντας

καὶ θεόθεν εὐεργετῶν

μὴ παύσῃ τοὺς Σὲ δοξολογοῦντας

ὡς εὐσυμπάθητος καὶ πανευΐλατος.

οῦ τῆς κορώνης ὁ ὀλετὴρ

ὁ μόνος, Σοὺς δούλους

ἐκ τῆς μάστιγος τῆς αὐτοῦ

ἀπάλλαξον τάχος, Ζωοδότα,

Υἱὲ Ὑψίστου, φιλάνθρωπε Κύριε.

λέους ἡ κρήνη καὶ οἰκτιρμῶν,

Υἱὲ τοῦ Ὑψίστου,

νοσημάτων ἐκ λοιμικῶν

ἀπάλλαξον τάχους Σοὺς οἰκέτας,

δοξάζοντάς Σε πανδήμως, Θεάνθρωπε.

Θεοτοκίον.

Θεράπευσον νόσους τὰς λοιμικὰς

ἡμῶν, Ἐλεοῦσα,

δεομένων σου ἐκτενῶς,

Κυκκώτισσα Κεχαριτωμένη,

τῇ οὐρανόθεν δοθείσῃ σοι χάριτι.

δὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.

Εὐλαβῶς Σοὶ βοῶμεν·

Υἱὲ Θεοῦ εὔσπλαγχνε,

ἰατρὲ ψυχῶν καὶ σωμάτων

μόνε τῶν δούλων Σου,

τῆς πανδημίας ἡμᾶς

ἐκ τοῦ ἰοῦ τῆς κορώνης

πανδημίας λύτρωσαι

Σὲ τοὺς δοξάζοντας.

Οὐρανόθεν ἐλέους,

Υἱὲ Θεοῦ ἄχραντε,

πέμψον ὑετὸν τοῖς ἐν πίστει

δοξολογοῦσί Σε

καὶ ἐξ ἰοῦ ζοφεροῦ

ἀπαλλαγῆς τῆς κορώνης

ὄμβρον, πολυεύσπλαγχνε

Σῶτερ καὶ Κύριε.

περύμνητε Λόγε

Θεοῦ, Χριστέ, θέρμανον

Σῆς φιλανθρωπίας ἀκτῖσι

δούλων Σου, Κύριε,

καρδίας, τοῦ ἀγαπᾶν

τοὺς ἐνδεεῖς καὶ διώκειν

τὸν ἰὸν ψυχρότητος, φεῦ, τὸν ψυχόλεθρον.

Θεοτοκίον.

κετῶν σου ἀκέστορ,

Χριστιανῶν σέμνωμα,

Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, Ἐλεοῦσα,

πάντας ἀπάλλαξον

ἐπιδημίας δεινῆς

ἐκ τοῦ ἰοῦ τῆς κορώνης,

θαυμαστὴ ὀλέτειρα

νόσων καὶ θλίψεων.

πάλλαξον,

Υἱὲ Ὑψίστου, ἐκ μάστιγος Σοὺς οἰκέτας

ἐνσκηψάσης, ἡμᾶς ἰοῦ κορώνης, φιλάνθρωπε,

ὁ πάντων ἰώμενος ἀσθενείας.

πίβλεψον

ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε,

ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν

καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα·

Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.

Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, Θεὲ φιλανθρωπότατε,

ὁ πᾶσαν δραξὶ κατέχων τὴν ὑφήλιον,

ἐξ ἰοῦ ἀπάλλαξον

τῆς κορώνης, οἴμοι, τῆς μάστιγος

τοὺς ἐκζητοῦντας φάρμακον λαβεῖν

ἐκ Σοῦ, Ἰησοῦ, τὸ ζωοπάροχον.

δὴ δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε.

Οὐρανόθεν ἀσθένειαν

ἴδε οἰκετῶν Σου, Υἱὲ καὶ Κύριε,

καὶ τὴν ἔμπονον κατάπαυσον

Σὴν παιδαγωγίαν ὡς φιλεύσπλαγχνος.

μνητάς Σου ἐξάρπασον

ἐξ ἰοῦ κορώνης πανδήμου μάστιγος,

Ἰησοῦ, Υἱὲ φιλάνθρωπε

τοῦ εὐσυμπαθήτου Παντοκράτορος.

Καταπράϋνον δούλων Σου

ἄλγη ἐκ κορώνης ἰοῦ, Θεάνθρωπε,

μόνε πάντων ὁ δυνάμενος

θεραπεύειν ἄλγη τὰ δυσίατα.

Θεοτοκίον.

ρμον πρὸς τὸν ἀχείμαστον

ὑγιείας ἴθυνον καὶ δυνάμεως,

Ἐλεοῦσα, τοὺς ἑκάστοτε

σὲ ὑμνοῦντας, ἄχραντε Κυκκώτισσα.

δὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.

ῦσαι τοῦ ἰοῦ

τῆς κορώνης τοὺς δοξάζοντας

Σέ, Υἱὲ Θεοῦ, καὶ πίστει ἀκλινεῖ

ποτηρίου τῆς ζωῆς μεταλαμβάνοντας.

ς θεραπευτὴν

Σέ, Υἱὲ Θεοῦ, δοξάζομεν

νοσημάτων λοιμικῶν καὶ τοῦ ἰοῦ

τῆς κορώνης ταχινόν, μόνε φιλάνθρωπε.

Νῦν, Υἱὲ Θεοῦ,

δυσωποῦμέν Σε· Παράβλεψον

τὴν ἡμῶν ἀποστασίαν ἀπὸ Σοῦ

καὶ ἰοῦ ἡμᾶς κορώνης ἀπολύτρωσαι.

Θεοτοκίον.

μαρ ὑγιές,

Ἐλεοῦσα, ἐξανάτειλον

τοῖς καθεύδουσι κορώνης ἐν ἰοῦ

τῇ νυκτί, Θεογεννήτρια Κυκκώτισσα.

δὴ στ΄. Τὴν δέησιν.

Συνέτισον ἀσυνέτους δούλους Σου,

καὶ μὴ σπεύσῃς, Σῶτερ, παιδαγωγῆσαι

ἡμᾶς, Χριστέ, δι’ ἰοῦ πανδημίας

κορώνης θανατηφόρου, εὐΐλατε

Υἱὲ Παντάνακτος Θεοῦ,

λοιμικῶν ἰατρὲ νόσων τάχιστε.

χάρις Σου πανσθενὴς καὶ ἄμεσος

πέλει, Σῶτερ, εὐσυμπάθητε Λόγε

Θεοῦ Ὑψίστου, ἁπάντων νοσούντων

ὁ ἰατρὸς ὁ ταχύς, πολυέλεε,

καὶ τῆς κορώνης τοῦ ἰοῦ

ὁ ὀλέτης, ὑπέρθεε Κύριε.

Μανίας με, τὸν δοξολογοῦντά Σε,

ἀπολύτρωσαι ἰοῦ τῆς κορώνης,

Υἱὲ Θεοῦ πανοικτίρμον, καὶ πάντας

εἰς Σὲ πιστεύοντας, Σῶτερ πανάγαθε,

ἀλλ’ ἀγαθότητα τὴν Σὴν

παροργίζοντας λόγοις καὶ πράξεσι.

Θεοτοκίον.

πέλασον ἀφ’ ἡμῶν, Κυκκώτισσα

Ἐλεοῦσα, Θεοτόκε Παρθένε,

ἐπιδημίαν ἐκ τοῦ τῆς κορώνης

ἰοῦ καὶ πᾶσαν ἀσθένειαν, Δέσποινα,

ἀνίατον καὶ λοιμικήν,

κατατρύχουσαν, φεῦ, τοὺς οἰκέτας σου.

πάλλαξον,

Υἱὲ Ὑψίστου, ἐκ μάστιγος Σοὺς οἰκέτας

ἐνσκηψάσης ἡμῖν ἰοῦ κορώνης, φιλάνθρωπε,

ὁ πάντων ἰώμενος ἀσθενείας.

χραντε,

ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως

ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον

ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.

Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.

Μὴ ἀφ’ ἡμῶν ἀποστρέψῃς Σὸν πρόσωπον,

Υἱὲ καὶ Λόγε Θεοῦ, δι’ ἀσέβειαν

καὶ ἐξ ἰοῦ τῆς κορώνης τῆς μάστιγος

ἡμᾶς ἀπάλλαξον ὡς εὐσυμπάθητος

πατήρ, ὁ θέλων σωθῆναι τὰ τέκνα Σου.

Προκείμενον. Ἦχος δ΄. Πᾶσαι αἱ ὁδοὶ Κυρίου ἔλεος καὶ ἀλήθεια.

Στίχος. Ὁδήγησόν με, Κύριε, ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν Σου.

Εὐαγγέλιον· Κατὰ Ἰωάννην (Κεφ. ιδ΄ 1 - 11 ).

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ

καρδία...

Ζήτει τῇ Παρασκευῇ τῆς στ΄ Ἑβδομάδος.

Δόξα.

ξ ἰοῦ κορώνης

ἀπάλλαξον Σοὺς δούλους,

Σὲ δοξολογοῦντας,

Υἱὲ Θεοῦ Ὑψίστου.

Καὶ νῦν.

Ταῖς τῆς Θεοτόκου

πρεσβείαις, Ἐλεῆμον,

ἐξάλειψον τὰ πλήθη

τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Προσόμοιον. Ἦχος πλ β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.

Στίχος. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

ησοῦ γλυκύτατε,

Υἱὲ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου,

ἰατρὲ ἀνάργυρε

πάντων τῶν ἐν ᾄσμασι

δοξαζόντων Σε,

τοῦ ἰοῦ μάστιγος

τῆς κορώνης ῥῦσαι

τοῦ θανατηφόρου ἅπαντας

ὡς εὐσυμπάθητος

καὶ παντελεήμων, τοὺς σπεύδοντας

τῇ παναλκεῖ δυνάμει Σου

καὶ ἰσχύϊ, Λόγε τοῦ Κτίσαντος,

ὁ ἐν γῇ τὸν βίον

ἰώμενος τοὺς πάντας διελθών,

εὐεργετῶν καὶ νοσήματα

ἐκδιώκων ἅπαντα.

Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου...

δὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.

Σέ, Υἱὲ τοῦ Ὑψίστου,

ὁλοθύμως δοξάζων

πιστῶς κραυγάζω Σοι·

Ἰοῦ ἡμᾶς κορώνης

θανατηφόρου ῥῦσαι,

ἀπελαύειν νοσήματα

Θεὸς ὡς μόνος ἰσχὺν

καὶ δύναμιν κατέχων.

Εὐσυμπάθητε Σῶτερ,

δέξαι πάντων δεήσεις,

φιλανθρωπότατε,

τρανῶς Σὲ δοξαζόντων

καὶ ἐκ τῆς πανδημίας

τοῦ ἰοῦ ἀπολύτρωσαι

κορώνης πάντας δεινῶς

τοὺς κατατρυχομένους.

Καταπράϋνον ἄλγη

ἐξ ἰοῦ τῆς κορώνης

τῶν δοξαζόντων Σε,

Υἱὲ Θεοῦ Ὑψίστου,

καὶ κοινωνούντων πίστει

τοῦ ἀχράντου Σου Σώματος

καὶ Αἵματός Σου σεπτοῦ

ὑγίειαν πρὸς ἄμφω.

Θεοτοκίον.

Λαμπηδόσιν εὐχῶν σου,

Ἐλεοῦσα Παρθένε,

σεμνὴ Κυκκώτισσα,

ἀπέλασον τὰ σκότη

τῶν λοιμωδῶν σῶν δούλων

νοσημάτων καὶ δώρησαι

ἦμαρ ἡμῖν ὑγιές,

Κυρία Θεοτόκε.

ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.

μνολογῶν Σε,

Υἱὲ Θεοῦ, δυσωπῶ Σε·

Ὁ λεπροὺς καθαρίσας, ἐκ νόσων

κάθαρόν με, Σῶτερ,

τῶν λοιμικῶν ταχέως.

Τῶν νοσημάτων

ὁ ἰατρός, Θεοῦ Λόγε,

πανδημίας ἰοῦ τῆς κορώνης

ῥῦσαι ὀρθοδόξως

τοὺς Σὲ δοξολογοῦντας.

ανίδας σμῆξον,

Υἱὲ Θεοῦ, τῶν δακρύων

συμπαθείας Σου μάκτρῳ Σῶν δούλων,

κατατρυχομένων

ἐκ τοῦ ἰοῦ κορώνης.

Θεοτοκίον.

ς ἰαμάτων

σέ, Ἐλεοῦσα Παρθένε,

Ζωοδόχον Πηγὴν ἀνυμνοῦντες

ἐξ αὐτῆς νῦν ὕδωρ

ἰάσεων ἀντλοῦμεν.

δὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.

Σοῖς δούλοις οὐρανόθεν

ὄμβριζε ἀφθόνως

ὄμβρον σωτήριον, Λόγε τοῦ Κτίσαντος,

καὶ ὑγιείας καὶ σθένους, φιλανθρωπότατε.

πέλασον ταχέως

τὴν λοιμώδη νόσον,

τὴν ἐξ ἰοῦ τῆς κορώνης, Θεάνθρωπε,

Υἱὲ καὶ Λόγε Ὑψίστου, τοῦ πανοικτίρμονος.

οῦ κορώνης παῦσις,

Ἰησοῦ Χριστέ μου,

Υἱὲ Θεοῦ, σῶσον πάντας οἰκέτας Σου,

τοὺς εὐλαβῶς θείαν κλῆσιν ὁμολογοῦντάς Σου.

Θεοτοκίον.

Χαρίτων, Ἐλεοῦσα,

κρήνη, σοὺς ἱκέτας

πότισον νάμασι θάρσους, δυνάμεως

καὶ ὑγιείας κατ’ ἄμφω, Θεογεννήτρια.

Ἄξιόν ἐστι.... καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια·

Δεῦτε μεταλάβωμεν εὐλαβῶς

Σώματος ἀχράντου

καὶ τοῖ Αἵματος τοῦ σεπτοῦ

τοῦ Υἱοῦ Ὑψίστου,

τοῦ μόνου ἀντιδότου

ἰοῦ τοῦ τῆς κορώνης

ὄντως ὑπάρχοντος.

Πανδημίας λύτρωσαι τοῦ ἰοῦ

τῆς κορώνης πάντας

Σὲ δοξάζοντας ἀκλινῶς

ὡς Υἱὸν Ὑψίστου

Θεοῦ, Χριστὲ Παντάναξ,

ὁ μόνος ἀσθενείας

παύειν δυνάμενος.

Μνήσθητι τῶν δούλων Σου, Ἰησοῦ,

τῶν δεινῶς πασχόντων

ἐκ τῆς μάστιγος τοῦ ἰοῦ

τῆς κορώνης, Σῶτερ,

Υἱὲ Θεοῦ, οὗ πέλει

ἀντίδοτον Σὸν Αἷμα

καὶ Σῶμα, Κύριε.

λεος κατάπεμψον ἐφ’ ἡμᾶς,

τοὺς ἡμαρτηκότας

καὶ τὸ κάλλος τῆς Σῆς μορφῆς

ἀτενίσαι, Σῶτερ,

μὴ δυναμένους, οἴμοι,

νῦν ἐξ ἰοῦ κορώνης

οἱ χειμαζόμενοι.

Σῶτερ ὡραιότατε, Ἰησοῦ,

σκέδασον τὸν φόβον

τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ ἰοῦ

τῆς κορώνης ἄρτι

ἐνσκήψαντος, ὁ μόνος

ἰώμενος λοιμώδη

πάντων νοσήματα.

Δυσθυμίαν δούλων Σου, Ἰησοῦ,

δίωξον ταχέως

ἐκ τῆς μάστιγος τοῦ ἰοῦ

τῆς κορώνης, Σῶτερ,

δεινῶς ἐπερχομένην,

Υἱὲ Θεοῦ Ὑψίστου

ἄγαν εὐΐλατε.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί,

Πρόδρομε Κυρίου,

Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς,

οἱ Ἅγιοι πάντες,

μετὰ τῆς Θεοτόκου

ποιήσατε πρεσβείαν

εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον·

Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Εὐεργέτα τοῦ γένους βροτῶν, ἐπάκουσον

ἡμῶν δεήσεων τάχος,

Υἱὲ καὶ Λόγε Θεοῦ,

τῆς κορώνης ἰατὴρ ἰοῦ ταχύτατε,

ὁ ἀπελαύνειν λοιμικὰς

ἀσθενείας τοῦ λαοῦ

δυνάμενος καὶ διώκειν

θανάτου φόβον ἐκ πάντων

πανευλαβῶς δοξολογούντων Σε.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ' ἣν ψάλλομεν τὸ ἑξῆς·

Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ Ξύλου.

Σῶτερ, εὐσυμπάθητε Χριστέ,

ἰατρὲ ψυχῶν καὶ σωμάτων,

Υἱὲ Ὑψίστου Θεοῦ,

ἐξ ἰοῦ, εὐΐλατε,

κορώνης, Κύριε,

πανδημίαν ἀπέλασον

δριμεῖαν ταχέως,

τὴν φιλανθρωπίαν Σου

ἡμῖν δεικνύμενος,

σπεύδουσι τῇ Σῇ εὐσπλαγχνίᾳ

καὶ ἐπιστασίᾳ ἐν δίναις

ταῖς βιοτικαῖς, οἰκτίρμον Κύριε.

Δέσποινα, πρόσδεξαι

τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου

καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς

ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου

εἰς σὲ ἀνατίθημι·

Μῆτερ τοῦ Θεοῦ,

φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Δίστιχον.

Υἱὲ Ὑψίστου, ἰοῦ κορώνης ῥῦσαι

πάντας σὺν Νικηφόρῳ καὶ Χαραλάμπει.

Ἀριθμ. Καταλ. Π 818 /20-3-20

ΤΕΛΟΣ

ΚΑΙ ΔΟΞΑ

Τ ΜΟΝ ΑΛΗΘΙΝ

ΘΕ ΗΜΩΝ

 

 

 


 

 

 

 

Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος (Ψαλμ. 117, 14)

Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω. (Ψαλμ. 145, 2)

**************************************************************

Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια

Μεγάλου μνογράφου τς τν λεξανδρέων κκλησίας

 

 

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΡΤΙΩΣ ΕΚΛΑΜΨΑΝΤΑ

ΟΣΙΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ

Ν Ι Κ Η Φ Ο Ρ Ο Ν

ΤΟΝ ΛΕΠΡΟΝ

ΤΟΥΠΙΚΛΗΝ ΤΖΑΝΝΑΚΑΚΗΝ

*

*

*   *   *   *   *

*

*

 

θναι 2020

 

 

 μνμη ατο τελεται τ Δ΄ ανουαρου 

 Ποημα Δρος Χαραλμπους Μ. Μποσια

 

 

******************************************************************* 

   

Ελογσαντος το ερως τ Κριε εσκουσον,

μεθ' τ Θες Κριος, ς συνθως, κα τ ξς·

 

χος πλ. δ΄. ψωθες ν τ Σταυρ.

 

Τν γογγύστως τς πληγς νεγκόντα
τς λέπρας μέλψωμεν, σεπτν Νικηφόρον,
σπερ Ἰὼβ τ πρότερον κα τν ν δεινος
καρτερίαν σμασιν, ο ν τας σθενείαις
λγεινς τρυχόμενοι κα βοήσωμεν πίστει·
κ νοσημάτων πάντας χαλεπν
τος σος κέτας ταχέως πάλλαξον.    

 

Δξα. Τ ατ. Κα νν. Θεοτοκον.

 

Ο σιωπσομεν ποτέ, Θεοτκε,
τς δυναστεας σου λαλεν ο νξιοι.
Ε μ γρ σ προστασο πρεσβεουσα,
τς μς ἐῤῥύσατο κ τοσοτων κινδνων;
Τς δ διεφλαξεν ως νν λευθρους;
Οκ ποστμεν, Δσποινα, κ σο·
σος γρ δολους σζεις ε κ παντοων δεινν.


Ετα Ν΄ Ψαλμς κα Κανν, ο κροστιχς·

 

" Νικηφόρε, νικητν ν νόσοις δεξόν με. Χ."

 

δ α΄. χος πλ. δ΄. γρν διοδεσας.

 

Νοσούντων μισθος ατρός,
λεπρ Νικηφόρε,
Θείας Χάριτος ποταμέ,
τος νάμασι θείων πρεσβειν σου
μν δεινς σθενείας θεράπευσον.
άτρευσον πάθη τ σαρκικ
μν, Νικηφόρε,
προστρεχόντων τας σας λιτας
πρς τν ατρα τν σωμάτων
κα τν ψυχν, ησον, τν νάργυρον.
Κοσμτορ, πανόσιε, τν λεπρν,
δεν, Νικηφόρε,
κατηξίωσαι το Χριστο
τ κάλλος τ ἄῤῥητον προσώπου,
Ο κα μς κατιδεν καταξίωσον.

 

Θεοτοκον.

 

μόνη μερόπων καταφυγ
ν βίου νάγκαις,
περιστάσεσι ζοφερας
κα νόσοις κα θλίψεσι, Παρθένε,
ῥῦσαι μς πειρασμν κα συμπτώσεων.
δ γ΄. Ορανας ψδος.
Φρέαρ βλζον πώφθης
τος λγεινς στένουσι
νάματα, σεπτέ, γιείας,
μφω δυνάμεως  
κα σθένους, μάκαρ λεπρέ,
θαυματουργ Νικηφόρε,
ν Χριστς νέδειξε
Χάριτος πέλαγος.

σιώτατε πάτερ,

 τν λεπρν δίοδον

τν στενν νύσας προθύμως
κα ες θεώσεως

φθάσας σαφς πλατυσμόν,

δός, Νικηφόρε, λιτας σου
πσιν εφημοσί σε

μφω γίειαν.

αντισμ χάριτός σου,
φίλε Θεο γνήσιε,
πάντας καθαγίαζε, πάτερ,
σο καταφεύγοντας
ν τος το βίου δεινος
κα πειρασμος, Νικηφόρε,
ν Θες δι’ φατον
πίστιν γίασεν.  

Θεοτοκον.

λεοσα Παρθένε,
Μτερ Θεο χραντε,
Νικηφόρου θείου πρεσβείαις
πσι κατάπεμψον
θεόθεν τος οκτιρμος
το εϊλάτου Υο σου
κα Ατο τ μετρον,
Δέσποινα, λεος.

Θεράπευσον  
δεινς νοσοντας, πανόσιε Νικηφόρε,
τς λέπρας στεῤῥῶς σταυρν βαστάσας, τ χάριτι πλουσίως δοθείσ σοι ορανόθεν.

πβλεψον
ν εμενείᾳ, πανμνητε Θεοτκε,
π τν μν χαλεπν το σματος κκωσιν
κα ασαι τς ψυχς μου τ λγος.

Ατησις κα τ Κθισμα.
χος β΄. Πρεσβεα θερμ.

Στενν τραπν τς λέπρας Θεί Χάριτι 
νύσας καλς ες πλάτος, πάτερ σιε,
Νικηφόρε, φθασας 
τς θεώσεως· θεν πείληφας
τν χάριν πέμπειν πσι θαυμαστς 
νοσοσι πλουσίως τάματα.

δ δ΄. Εσακκοα, Κριε.

Νικηφόρε, γνάς σου
κα πομονήν σου ν σθενείαις σου
Θεο Υἱὸς θεώμενος
δειξέ σε κρήνην τν άσεων.

ατρεύεις νοσήματα
χαλεπ τ χάριτι Θείου Πνεύματος,
Νικηφόρε, λέπρας στίγματα
βαστάζων, νθεε, ν σώματι.

Καθαγίασον, σιε
Νικηφόρε, νάμασι σν δεήσεων
πρς τν ψιστον τος σπεύδοντας
προσκυνσαι θήκην τν λειψάνων σου.

Θεοτοκον.

ν μήτρ βαστάσασα
τν ε βαστάζοντα κόσμου σύμπαντα,
Νικηφόρου παρακλήσεσι
πάντας πευλόγει τος μνοντάς σε.

δ ε΄. Φτισον μς.

Τύπον ρετν
ς παντοδαπν τιμντές σε,
Νικηφόρε, κδεχόμεθα λιτς  
διαθέρμους σου πρς Κύριον τν εσπλαγχνον.

σχυνας χθρν
τ μέμπτ πολιτεί σου
κα ν νόσοις κραιφνε πομον,
Νικηφόρε, κετν σου φύλαξ γρυπνε.

Νεσον τας μν,
Νικηφόρε, παρακλήσεσι 
καταπαύων τ σκιρτήματα σαρκός,
σθενείας γογγύστως ς πέμεινας. 

 

Θεοτοκον.
 
μπλησον χαρς,
Μτερ, κα γαλλιάσεως
τς καρδίας οκετν σου, γαθ
Θεοκμον, Νικηφόρου παρακλήσεσι.
 
δ στ΄. Τν δησιν.
 
Νικήτορας σας εχας νάδειξον,
Νικηφόρε, κατ’ χθρν οράτων
τος σ τιμντας ς λεπροκομείου
σεπτν οκήτορα κα σοστάσιον
νθίμου, το πανευλαβος
ερέως ν Χί, σκήσεως.
 
Νν στένοντας, Νικηφόρε σιε,
εσεβες κ το ο πανδημίας,
το κεκλημένου κορώνης, εχας σου
θεοπειθέσιν νάψυξον τάχιστα,
να μνμέν σε τρανς
ατρν ς νοσούντων θεόσδοτον.  
 
δήγησον τος πανδήμως στένοντας
κ λοιμώδους σθενείας πρς δόμους
γαλλιάσεως κα γιείας,
σημειοφόρε λεπρέ, πάτερ σιε,
δηγήσας πρς Θεόν,
Νικηφόρε, ν βί σ βήματα.
 
Θεοτοκον.
 
Σ μέλπομεν, Θεοτόκε Δέσποινα,
καθ’ κάστην εσεβν α χορεαι,
ς γλυκασμν τν γίων γγέλων
κα θλιβομένων χαράν, Μτερ, δούλων σου
κδεχομένων σς εχς
πρς Υόν σου, Θεν τν εὐΐλατον.
 
Θεράπευσον
δεινς νοσοντας, πανόσιε Νικηφόρε,
 τς λέπρας στεῤῥῶς σταυρν βαστάσας, τ χάριτι 
πλουσίως δοθείσ σοι ορανόθεν.

 

χραντε,
δι λγου τν Λγον νερμηνετως
π' σχτων τν μερν τεκοσα δυσπησον
ς χουσα μητρικν παῤῥησαν.

 

Ατησις κα τ Κοντκιον.

χος β΄. Τος τν αμτων σου.

 

ν αωρούμενον εδεν Εμένιος
ν προσευχ, Νικηφόρον, τιμήσωμεν,
το λεπροκόμου νθίμου μότροπον,
ς ατρν σθενούντων νάργυρον,
λεπρόν, τυφλν κα παράλυτον σιον.

 

Προκεμενον. Ο ερες Σου, Κύριε, νδύσονται δικαιοσύνην κα ο σιοί Σου γαλλιάσει γαλλιάσονται.
Στχος. Τίμιος ναντίον Κυρίου θάνατος το σίου Ατο 

 

Εαγγλιον· Κατ ωννην ( Κεφ. ι΄ 9 -16 ).
ρα ες τν Λειτουργαν τς ΙΓ΄ Νοεμβρου.

 

Επεν Κριος· γ εμι θρα· δι' μο ἐάν τις εσλθ, σωθσεται, κα εσελεσεται κα ξελεσεται, κα νομν ερσει. κλπτης οκ ρχεται ε μ να κλψ κα θσ κα πολσ· γ λθον να ζων χωσι κα περισσν χωσιν. γ εμι ποιμν καλς. ποιμν καλς τν ψυχν ατο τθησιν πρ τν προβτων, μισθωτς δ κα οκ ν ποιμν, ο οκ εσ τ πρβατα δια, θεωρε τν λκον ρχμενον κα φησι τ πρβατα κα φεγει· κα λκος ρπζει ατ κα σκορπζει τ πρβατα. δ μισθωτς φεγει, τι μισθωτς στι κα ο μλει ατ περ τν προβτων. γ εμι ποιμν καλς, κα γινσκω τ μ κα γινσκομαι π τν μν, καθς γινσκει με πατρ κγ γινσκω τν πατρα, κα τν ψυχν μου τθημι πρ τν προβτων. Κα λλα πρβατα χω, οκ στιν κ τς αλς τατης· κκεν με δε γαγεν, κα τς φωνς μου κοσουσι, κα γενσεται μα πομνη, ες ποιμν.

Δξα.  

 

Τας το Σο σίου  
πρεσβεαις, λεμον,  
ξλειψον τ πλθη  
τν μν γκλημτων.

 

Κα νν.  

 

Τας τς Θεοτκου  
πρεσβεαις, λεμον,  
ξλειψον τ πλθη  
τν μν γκλημτων.

 

Προσμοιον. χος πλ β΄. λην ποθμενοι.

 

Στχος. λεμον, λησν με, Θες, κατ τ μγα λες Σου κα κατ τ πλθος τν οκτιρμν Σου
ξλειψον τ νμημ μου.

 

Πάμπτωχε μότροπε
παραβολς το Λαζάρου,
Νικηφρε σιε,
ν Να ο ψαλλες
τ Παντάνακτι,
τ ατο, πάντιμε
πάτερ, φερωνύμ
ν λεπροκομεί, παντας
τος σο πρστρέχοντας
ν γκάλαις παναπαύεσθαι
το βραμ ξίωσον
μετ πότμον σας παρακλήσεσιν,
νπερ πολαύεις
ς σκεος καθαρν πομονς
κα συμπαθείας πρς κάμνοντας
κα ν βί στένοντας.

 

Σσον, Θες, τν λαν Σου...

δ ζ΄. Ο κ τς ουδαας.

 

Ο ν νόσοις ς θεον
ατρν σ τιμντες,
λεπρ πανόσιε,
προσφεύγομεν σ σκέπ,
θεόφρον Νικηφόρε, 

Θείας Χάριτος σκήνωμα,
θεραπευτ ταχιν

τν σο καταφευγόντων.

 

κετν σου κέστωρ,
Νικηφόρε, πάρχεις
ταχύς, μόσκηνε
ν δόξ Εμενί
λβί κα νθίμ,
μεθ’ ν νέμεις γίειαν
μφω τος μνοις λαμπρος
νν μεγαλύνουσί σε.

 

Σωτηρίας πρς τρίβους,
Νικηφόρε, δήγει
τος σο προστρέχοντας
κα σ μνολογοντας
ς γαληνν λιμένα
τν πιστν κα πανεύδιον
ν βί, ομοι, δεινς
θαλαττευόντων, μάκαρ.

 

Θεοτοκον.

 

Δέξαι μνον, Παρθένε,
ελαβν σου προσφύγων,
Θεογεννήτρια,
τν σ μεγαλυνόντων
διάσωσμα ς κόσμου,
κα μνούντων τ σκάμματα
το νέου ν σκητας
σίοις, Νικηφόρου.

 

δ η΄. Τν Βασιλα.

 

ξάρπασόν με
νύχων το παλαμναίου,
Νικηφόρε λεπρέ, μανίας
κφυγν σκήσει
ατο κα ταπεινώσει.

 

κάνωσόν με
τυχεν εκλείας τς θείας, Νικηφόρε, ς παπολαύεις 

ς κοσμήτωρ νέος

Χριστο τς κκλησίας.

 

Ξενίας θείας
ν ορανος, Νικηφόρε,
καταξίωσον σος μνηπόλους,
σπεύδοντας ν δίναις
τ σ πιστασί.

 

Θεοτοκον.

 

μβρισον πσι
τν ετν σς γάπης,
μβροτόκε νεφέλη, Παρθένε,
Νικηφόρου θείου
ψεκάσι συμπαθείας.

 

δ θ΄. Κυρως Θεοτκον.

 

Νν σ παρακαλομεν·
Δόξης αωνίου
κα ορανν χαρμονς καταξίωσον
τος ελαβς, Νικηφόρε, σ μακαρίζοντας.

 

Μ παύσ, Νικηφόρε
μάκαρ, ορανόθεν
κδυσωπν τν Θεον δοναι πασιν
μφω γίειαν, πάτερ, τος εφημοσί σε.

 

ν βί γογγύστως
καθυπομείνας
τς λέπρας μάστιγα, πάτερ, ξίωσον
τος εσεβες πομένειν δειν νοσήματα.
  

Θεοτοκον.

 

Χριστο το Ζωδότου
Μτερ γλυκυτάτη,
το Νικηφόρου θερμας παρακλήσεσι
ες χαρμονν τς δύνας μν μετάστρεψον.

 

ξιν στι.... κα τ παρντα Μεγαλυνρια.

 

Παριδντα λπραν σωματικν  
ν σχτοις χρνοις 

κα καθραντα τν ψυχν
προσευχ συντν,
θεπνουν Νικηφρον,

ο λεψανα βλυστνει
μρον, τιμσωμεν.

 

Χαίροις, τν νοσούντων ατρός,
χαίροις, Νικηφόρε,
τν λέπραν τν σαρκικν
πίστεώς σου σθένει
σαφς μεταποιήσας
ες ψυχικήν σου ῥῶσιν,
πάτερ, κα δύναμιν.

 

χων παῤῥησαν πρς τν Θεν
ς πνευματοφόρος
κα πανόσιος σκητής,
Νικηφόρε, πάντας
κλύτρωσαι κινδύνων,
τος σ μνολογοντας,
νόσων κα θλίψεων.

Χαροις, τν Χανίων σεπτς βλαστός, το Σιλικαρίου
τ κβλάστημα τ σεπτόν,
χαίροις, Νικηφόρε,
λεπροκομείου Χίου
οκτορ θεοφόρε,
πάτερ, κα σέμνωμα.

 

Χαίροις, λετήριον ταχινν
το ο κορώνης,
Νικηφόρε θαυματουργέ,
χαίρις, θαυμασίων  
ατουργς κα κρήνη
παντοίων αμάτων,
κεσώδυνος.

 

Χαίροις, Νικηφόρε, τν λεπρν
σν νθίμ θεί
διάκονος ληθς,
χαίροις, Εμενί
δείξας τ σί

σν κεκρυμμένην χάριν
μα κα δύναμιν.

 

Πσαι τν γγλων α στρατια,
Πρδρομε Κυρου,
ποστλων δωδεκς,
ο γιοι πντες,
μετ τς Θεοτκου
ποισατε πρεσβεαν
ες τ σωθναι μς.

 

Τ Τρισγιον κα τ πολυτκιον.  
χος πλ. α΄. Τν συνναρχον Λγον.

 

Τν γνωστν τος γγλοις Χριστο κα γνωστον τος χοϊκος, Νικηφρον,
θεοειδ μοναχόν,
κατ' χθρο το παλαμναου νκας φροντα,
νευφημσωμεν τυφλν
κα παρλυτον λεπρν,
ς γγελον σαρκοφρον,
βοντες· Πτερ, δυσπει
Χριστ σωθναι τος τιμντς σε.

 

κτενς κα πλυσις, μεθ' ν ψλλομεν τ ξς· χος β΄. τε κ το Ξλου.

 

Πσι, Νικηφόρε, ελαβς
σπεύδουσι τ σ παῤῥησί
πρς ατρν τν ψυχν
κα σωμάτων, Κύριον
τν πολυεύσπλαγχνον,
Θείας Χάριτος σκήνωμα,
λεπρέ, παρειμένε
κα τυφλέ,κατάπεμψον
μφω γίειαν,
τος ν σθενείαις κειμένοις,
να σ τιμμεν ς νόσων
λγεινν ταχ
λεξιτήριον.  

 

Δσποινα, πρσδεξαι
τς δεσεις τν δολων σου
κα λτρωσαι μς
π πσης νγκης κα θλψεως.

Τν πσαν λπδα μου
ες σ νατθημι,
Μτερ το Θεο,
φλαξν με π τν σκπην σου.

 

Δστιχον.

 

Νικηφόρε, ο κορώνης συντήρει
πιστος νωτέρους, βο Χαραλάμπης.

 

Τ Ε Λ Ο Σ

Κ Α Ι   Δ Ο Ξ Α

Τ    Μ Ο Ν    Α Λ Η Θ Ι Ν

Θ Ε    Η Μ Ω Ν

 

 

ριθμ. Καταλ. Π 816 / 16 -3-20


  

Πρόσφατα άρθρα