Μαμά, λιγοστεύουμε

Ελευθεροτυπία 28/2/2010

Η ελληνική δημογραφική πολιτική συρρίκνωσε τον αριθμό των γεννήσεων! Του λόγου το αληθές αποδεικνύεται σε μελέτη του ΕΚΚΕ, σύμφωνα με την οποία όλο και λιγότερα νοικοκυριά αποκτούν έστω ένα ή δύο παιδιά.

Στο διάστημα 2005-2007 ο αριθμός των νοικοκυριών με ένα και δύο ανήλικα τέκνα μειώθηκε αντίστοιχα κατά 31.000 και 33.000 ή κατά 5,4% και 5,5% αντίστοιχα. Η μείωση είναι σημαντική, δεδομένου ότι το 94% του συνόλου των νοικοκυριών με ανήλικα παιδιά στην Ελλάδα δεν έχουν περισσότερα από δύο.

Η αύξηση στο ίδιο διάστημα των γονέων με τρία ή περισσότερα παιδιά, που αποτελούν τη μειοψηφία, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη συρρίκνωση των γεννήσεων. Ο αριθμός των νοικοκυριών με ανήλικα παιδιά μειώθηκε συνολικά κατά 36.000 ή 3%.

Οπως επισημαίνει ο Ν. Μπούζας, οικονομολόγος του ΕΚΚΕ που εκπόνησε τη μελέτη, η δημογραφική πολιτική στο βαθμό που σχεδόν εξαντλείται στην ενίσχυση για την απόκτηση τρίτου ή περισσότερων παιδιών φαίνεται να συνέβαλε στην αύξηση αυτού του είδους των γεννήσεων, ενώ δεν συνέβαλε στην αύξηση των νοικοκυριών με ένα ή δύο παιδιά.

«Στο μέτρο όπου ο σκοπός της δημογραφικής πολιτικής είναι τουλάχιστον η ανανέωση του πληθυσμού εάν όχι η αύξησή του, τότε επείγει η εκ βάθρων ανασυγκρότησή της προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης όλων των γεννήσεων», τονίζει ο Ν. Μπούζας.

Ο αριθμός των νοικοκυριών που έχουν ανήλικα παιδιά 0-17 ετών παρουσιάζει μείωση σε απόλυτους και σχετικούς όρους. Στη μελέτη επισημαίνεται ότι η συρρίκνωση του μεγέθους του παιδικού πληθυσμού της χώρας συνδέεται άμεσα με την παρατηρούμενη μαχροχρόνια μείωση του δείκτη γονιμότητας, ο οποίος από 2,25 την περίοδο 1960-1964 έχει κατέλθει στο 1,39 το 2006. Σε τόσο χαμηλά επίπεδα ο δείκτης γονιμότητας είναι κάτω από το όριο ανανέωσης του πληθυσμού.

Κι ενώ ο παιδικός πληθυσμός συρρικνώνεται στην Ελλάδα, αυξάνονται τα ποσοστά της φτώχειας του. Η μελέτη αναφέρει ότι η παιδική φτώχεια είναι υψηλότερη απ' ό,τι στο σύνολο του πληθυσμού και αντιπροσωπεύει το 23,3% των παιδιών.

Στην Ελλάδα η πιθανότητα ένα ανήλικο παιδί να ζει σε συνθήκες οικονομικής φτώχειας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την πληθυσμιακή πυκνότητα της περιοχής που ζει. Σύμφωνα με την έρευνα του ΕΚΚΕ, όσο μεγαλύτερη είναι η πληθυσμιακή πυκνότητα μιας περιοχής, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό της παιδικής φτώχειας.

Συγκεκριμένα, το ποσοστό της παιδικής φτώχειας είναι 16,2% για τα παιδιά που ζουν στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, ανεβαίνει στο 17,9% για τα παιδιά που ζουν στις περιοχές ενδιάμεσης πυκνότητας, και εκτοξεύεται στο 31% για τα παιδιά που ζουν στις αραιοκατοικημένες περιοχές.

Φτωχά αγόρια και κορίτσια

Το 62,2% των φτωχών παιδιών συγκεντρώνεται στις αραιοκατοικημένες περιοχές. Από την έρευνα προκύπτει ότι τα αγόρια είναι φτωχότερα σε όλες τις περιοχές, με εξαίρεση τις αραιοκατοικημένες, όπου τα κορίτσια εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά.

Η επίπτωση της φτώχειας είναι μεγαλύτερη όσο αυξάνεται η ηλικία των παιδιών. Το χαμηλότερο ποσοστό φτώχειας εμφανίζουν τα παιδιά ηλικίας μέχρι 5 ετών που κατοικούν στις πυκνοκατοικημένες περιοχές (9%) και το υψηλότερο τα παιδιά ηλικίας 12-17 ετών που κατοικούν στις αραιοκατοικημένες περιοχές της χώρας (33,4%).

Τα υψηλά ποσοστά παιδικής φτώχειας των αραιοκατοικημένων περιοχών φαίνεται να συνδέονται με το γεγονός ότι τα φτωχά νοικοκυριά αυτών των περιοχών έχουν κατά μέσο όρο μεγαλύτερο αριθμό παιδιών, ενώ οι υπεύθυνοι των νοικοκυριών αν και εργάζονται αναλογικά περισσότερο σε σύγκριση με τους υπεύθυνους των υπολοίπων νοικοκυριών, δεν εξασκούν αποδοτικά επαγγέλματα.

Αντίστροφα τα φτωχά παιδιά των πυκνοκατοικημένων περιοχών ζουν σε νοικοκυριά που παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά απασχόλησης και υψηλά ποσοστά ανεργίας.

Πρόσφατα άρθρα