Απόφαση ΣτΕ: Απόδοση δαπανών νοσηλείας σε θεραπευτήριο μη συμβεβλημένο με ασφαλιστικό φορέα
Με τις Σ.τ.Ε. 1187-8/2009 (Ολομ.) κρίθηκε ότι στην εξαιρετική περίπτωση που ασθενείς ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α., όπως και σε κάθε ασφαλιστικό φορέα, εισαχθούν σε συμβεβλημένο με το φορέα θεραπευτήριο, αυτό όμως αδυνατεί να τους παράσχει τις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας και, για τον λόγο τούτο, καταφύγουν σε μη συμβεβλημένο με το φορέα θεραπευτήριο προκειμένου να αποφύγουν κίνδυνο ζωής ή υγείας, ο ασφαλιστικός φορέας υποχρεούται να τους αποδώσει το σύνολο της δαπάνης για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο νοσηλείας σε τέτοιο θεραπευτήριο.
συνέχεια
=======================================================
Με τις Σ.τ.Ε. 1187-8/2009 (Ολομ.) κρίθηκε ότι στην εξαιρετική περίπτωση που ασθενείς ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α., όπως και σε κάθε ασφαλιστικό φορέα, εισαχθούν σε συμβεβλημένο με το φορέα θεραπευτήριο, αυτό όμως αδυνατεί να τους παράσχει τις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας και, για τον λόγο τούτο, καταφύγουν σε μη συμβεβλημένο με το φορέα θεραπευτήριο προκειμένου να αποφύγουν κίνδυνο ζωής ή υγείας, ο ασφαλιστικός φορέας υποχρεούται να τους αποδώσει το σύνολο της δαπάνης για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο νοσηλείας σε τέτοιο θεραπευτήριο.

Η Ολομέλεια επελήφθη, ύστερα από τις 2737-8/2006 παραπεμπτικές αποφάσεις του Α΄ Τμήματος, του ζητήματος αν η παρ. 3 του άρθρου 3 του Κανονισμού Νοσοκομειακής Περίθαλψης του Ι.Κ.Α. κείται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 31 του α. ν. 1846/1951, όπως τούτο ερμηνεύεται σε αναφορά προς τα άρθρα 5 παρ. 5, 21 παρ. 3, 22 παρ. 5 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο έκρινε, καθ’ ερμηνεία των άρθρων 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ότι το Κράτος και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως υποχρεούνται να παρέχουν στα ασφαλιζόμενα πρόσωπα υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διάγνωσης και θεραπείας των παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφόσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των εν λόγω προσώπων, η υποχρέωση δε αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας (το οποίο έχει κατοχυρωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και ήδη μνημονεύεται στην προστεθείσα μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση παρ. 5 του ως άνω άρθρου 5). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 του π.δ. 350/1976 (και της ταυτοσήμου περιεχομένου με αυτήν διάταξης του άρθρου 31 παρ. 1 του π.δ. 234/1980), η οποία ισχύει για το Δημόσιο και για όλους τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, στοιχεί δε προς το ισχύον για το Ι.Κ.Α. νομοθετικό και κανονιστικό καθεστώς (άρθρα 31 παρ. 1 και 3 και 16 α.ν. 1846/1951 και άρθρο 3 παρ. 1 και 3 Κανονισμού Περίθαλψης), σε περίπτωση που, λόγω επείγουσας ανάγκης, ασθενείς ασφαλισμένοι εισαχθούν αυτοβούλως σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές κλινικές μη συμβεβλημένα με τους ανωτέρω φορείς, για το λόγο ότι εκ της αναβολής απειλείται κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή, οι φορείς αυτοί καταβάλλουν τα νοσήλια που ορίζονται από τα τιμολόγια νοσηλίων που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις για τη νοσηλεία των ασφαλισμένων, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει σύμβαση μεταξύ των εν λόγω θεραπευτηρίων και των ασφαλιστικών φορέων. Στην όλως εξαιρετική όμως περίπτωση που οι ασφαλισμένοι ασθενείς εισαχθούν μεν σε συμβεβλημένα με τους πιο πάνω φορείς θεραπευτήρια, τα θεραπευτήρια όμως αυτά αδυνατούν να παράσχουν στους ασφαλισμένους ασθενείς τις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας είτε διότι υστερούν, ως προς τις σύγχρονες μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας, είτε λόγω ανεπάρκειας των αναγκαίων υποδομών για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες νοσηλείας των ανωτέρω προσώπων, είτε, τέλος, λόγω έλλειψης του απαραίτητου εξειδικευμένου ιατρικού προσωπικού και, για τους λόγους αυτούς, οι ασθενείς καταφύγουν αναγκαίως σε μη συμβεβλημένα με οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, όπως το Ι.Κ.Α., θεραπευτήρια προκειμένου να αποφύγουν κίνδυνο της ζωής τους ή της υγείας τους, στην περίπτωση αυτή και για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο νοσηλείας του ασθενούς σε τέτοιο θεραπευτήριο, το Ι.Κ.Α., όπως και κάθε ασφαλιστικός φορέας, υποχρεούται να αποδώσει στους ενδιαφερόμενους το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας τους. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα ανέτρεπε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα στην υγεία και την αντίστοιχη υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνούν για την υγεία των πολιτών. Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το μη συμβεβλημένο με τον οικείο φορέα κοινωνικής ασφάλισης ιδιωτικό θεραπευτήριο, στο οποίο αναγκάστηκε να καταφύγει ο ασθενής ασφαλισμένος, εισέπραξε από αυτόν δαπάνη νοσηλείας ανώτερη από την επιτρεπόμενη κατά το νόμο - μάλιστα δε και με βάση το ισχύον κατά το χρόνο νοσηλείας κρατικό τιμολόγιο - τότε ο φορέας αυτός έχει τη δυνατότητα να αναχθεί κατά του θεραπευτηρίου και να αξιώσει την καταβολή σε αυτόν της διαφοράς του ποσού που κατέβαλε ο ασφαλισμένος στο παραπάνω θεραπευτήριο και του ποσού, με το οποίο έπρεπε να τον είχε χρεώσει το θεραπευτήριο, με βάση το ισχύον κατά τον ένδικο χρόνο κρατικό τιμολόγιο νοσηλείας (μειοψ.).

Πρόσφατα άρθρα