ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αρ. Πρωτ. 351

Αθήνα, 8/5/2018

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ»

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές.

            Επί του κατατεθέντος σχεδίου νόμου «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και της υιοθεσίας», η Ανωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος επιθυμεί να εκθέσει τα ακόλουθα:

            Η ΑΣΠΕ δεν έχει αντίρρηση στον εξορθολογισμό και τη συντόμευση των διαδικασιών αναδοχής και υιοθεσίας, ώστε να μην ταλαιπωρούνται από την κρατική γραφειοκρατία οι υποψήφιοι για αναδοχή ή υιοθεσία γονείς. Ωστόσο έχει σοβαρές ενστάσεις για τη διατύπωση του άρ. 8, σχετικά με τις προϋποθέσεις αναδόχων γονέων.

            Στο άρ. 8, αφού αναγράφονται οι περιπτώσεις που η Πολιτεία προκρίνει ως κατάλληλες για το θεσμό του ανάδοχου γονέα, στη συνέχεια προβλέπεται ότι: «Μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων ανάδοχων γονέων η επιλογή γίνεται υποχρεωτικά κατά τη σειρά αναφοράς του προηγούμενου εδαφίου. Η συγγενική αναδοχή πρέπει να προτιμάται». Επομένως η Πολιτεία αξιολογεί τους υποψηφίους για αναδοχή, προτάσσοντας εκείνους που θεωρεί καταλληλότερους. Η σειρά αναγραφής των υποψηφίων αναδόχων στο προκείμενο άρθρο είναι η εξής: «οικογένειες αποτελούμενες από συζύγους, ή έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, με ή χωρίς παιδιά, ή μεμονωμένα άτομα, άγαμα, ή διαζευγμένα, ή σε χηρεία, με ή χωρίς παιδιά, που μπορεί να είναι συγγενείς εξ αίματος οποιουδήποτε βαθμού με τον ανήλικο (συγγενική αναδοχή)».

Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου αναφέρεται ότι: «Έχει παρατηρηθεί διεθνώς, κατόπιν μελετών που διεξήχθησαν, ότι τα παιδιά που έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια, παρουσιάζουν μειωμένα ψυχοκοινωνικά προβλήματα σε σχέση με όσα μεγαλώνουν σε δομές κλειστής φροντίδας».

Επίσης όμως διεθνείς μελέτες αναδεικνύουν τη σημασία που έχει για τη σωστή ανάπτυξη του παιδιού η παρουσία του πατέρα και της μητέρας μέσα στην οικογένεια.

Σωστά, επομένως, προτάσσονται οι σύζυγοι ως καταλληλότεροι για το θεσμό της αναδοχής, αφού ως σύζυγοι στο Ελληνικό δίκαιο νοούνται ο άντρας και η γυναίκα, όπως επικύρωσε και η 1428/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, που έκρινε θεμιτή την ακύρωση ομόφυλου γάμου, αναφέροντας ρητά ότι: «Υπό το κρατούν νομικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν νοείται πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων» (υπενθυμίζουμε ότι ο θεσμός του γάμου, που νοείται ως ετερόφυλος στο ελληνικό δίκαιο, τελεί υπό την προστασία του κράτους, σύμφωνα με το άρ. 21 παρ. 1 του Συντάγματος).

            Ακόμα, είναι γνωστή η πολύ πιο χαλαρή νομικά δέσμευση των μερών του συμφώνου συμβίωσης από αυτήν του γάμου, καθώς και η μεγαλύτερη ευκολία διάλυσης του συμφώνου συμβίωσης σε σχέση με αυτή του γάμου, όπως προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις του νόμου.

Νομίζουμε ότι όλοι συμφωνούν ότι δεν είναι η πιο ευχάριστη εμπειρία για το παιδί να βιώσει τη διάλυση της συμβίωσης των γονέων του, είτε αυτή προέρχεται από γάμο είτε από σύμφωνο συμβίωσης. Με την πρόβλεψη του θεσμού της αναδοχής και για οικογένειες που έχουν συναφθεί με σύμφωνο συμβίωσης, το παιδί θα γίνεται ανάδοχο σε μια οικογένεια, η διάλυση της οποίας είναι πολύ ευκολότερη σε σχέση με μια οικογένεια προερχόμενη από γάμο. Επομένως ορθώς προτάσσεται η οικογένεια με συζύγους ως καταλληλότερη από την οικογένεια που έχει συναφθεί με σύμφωνο συμβίωσης και εξ αυτού του λόγου.

            Όπως όμως είναι γνωστό, δυνατότητα συμφώνου συμβίωσης έχουν πλέον και ομοφυλόφιλα άτομα. Η δυνατότητα αυτή δεν ήταν Ευρωπαϊκή Επιταγή για τη χώρα μας, με την έννοια της νομικής δέσμευσης εκ της συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σταθερά υποστηρίζει ότι οι χώρες μέλη είναι ελεύθερες ως προς τη θέσπιση νομοθεσίας για το γάμο ή το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων.

Η ΑΣΠΕ, με υπόμνημά της, είχε εκφράσει τεκμηριωμένες ανησυχίες για την πρόβλεψη αυτή στο σχέδιο νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης. Η παροχή, με το παρόν σχέδιο νόμου, δυνατότητας και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια να είναι υποψήφια αναδοχής, θα έχει ως συνέπεια να αρχίσουν να δημιουργούνται οικογένειες με τέκνα χωρίς πατέρα ή χωρίς μητέρα, μέσω των ομοφυλόφιλων γονέων με ανάδοχο τέκνο. Και μπορεί σήμερα να υπάρχουν βεβαίως μονογονεϊκές οικογένειες, που επίσης απουσιάζει ο πατέρας ή η μητέρα, η δημιουργία τους όμως τις περισσότερες φορές προκύπτει εξ ανάγκης και είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αποτελεί σκοπό της Πολιτείας η αύξηση των οικογενειών χωρίς πατέρα ή χωρίς μητέρα.

            Επιπλέον, η ύπαρξη δύο γονέων του ιδίου φύλου θα έχει σοβαρές συνέπειες στα ανάδοχα τέκνα, τα οποία θα βρεθούν αντιμέτωπα με κινδύνους απόρριψης από το κοινωνικό τους περιβάλλον, ευρισκόμενα σε δύσκολη θέση απέναντι στους συνομήλικούς τους, όταν τα υπόλοιπα παιδιά θα κάνουν λόγο για τον πατέρα και τη μητέρα τους. Ούτε η έκθεση σε τέτοιους κινδύνους μπορεί να αποτελεί σκοπό της Πολιτείας.

            Δεν τίθεται, επομένως, θέμα καταλληλότητας του γονέα βάσει του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ούτε αντιμετωπίζονται οι ομοφυλόφιλοι γονείς ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αλλά ο γνώμονας είναι το συμφέρον του παιδιού. Το επιχείρημα, επομένως, που ακούγεται, για το εάν λ.χ. είναι καταλληλότερος ένας αλκοολικός γονέας από έναν ομοφυλόφιλο, είναι παραπλανητικό, καθώς αλκοολικός μπορεί να είναι οποιοσδήποτε γονέας, είτε ετερόφυλος είτε ομόφυλος και σίγουρα ένας αλκοολικός γονέας είναι ακατάλληλος για ανάδοχος.

ο επιχείρημα της συμφωνίας των εκπροσώπων των περισσοτέρων φορέων που κλήθηκαν να εκφράσουν την άποψή τους για το παρόν σχέδιο νόμου είναι επίσης παραπλανητικό, δεδομένου ότι οι φορείς που έχουν επιλεγεί δεν αντιπροσωπεύουν τη γνώμη της Ελληνικής κοινωνίας, η οποία δεν είναι σύμφωνη με την πρόβλεψη αναδοχής σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Άλλοι φορείς, όπως όλοι οι Σύλλογοι – μέλη της ΑΣΠΕ σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, στους οποίους είναι εγγεγραμμένες ως μέλη της πάνω από 208.000 πολύτεκνες οικογένειες, είναι επίσης αντίθετοι. Η σύμφωνη γνώμη, επομένως, των φορέων προκύπτει λόγω της επιλογής των φορέων που καλούνται και δεν εκφράζουν σε καμία περίπτωση τις πεποιθήσεις της πλειονότητας των μελών της Ελληνικής κοινωνίας.

Όσο για την ανάγκη μη διάκρισης νομικά των οικογενειών του συμφώνου συμβίωσης βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού, επιχείρημα που τέθηκε από την κ. Αναπληρώτρια Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι διάκριση δεν θα υφίσταται εφόσον τεθεί ως προϋπόθεση η ύπαρξη πατέρα και μητέρας στην υποψήφια προς αναδοχή οικογένεια, καθώς η πρόβλεψη αυτή δεν σχετίζεται με το σεξουαλικό προσανατολισμό του υποψηφίου γονέα, αλλά με την ταυτόχρονη αναγνώριση τόσο του άντρα όσο και της γυναίκας ως ισότιμων και απαραίτητων φορέων για την ψυχοσωματική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και την επιλογή της Πολιτείας να επιδιώκει τη δημιουργία οικογενειών με την παρουσία πατρικού και μητρικού μέρους.

Ειδικά οι πολύτεκνες οικογένειες, που αποτελούν τα μέλη των Σωματείων της ΑΣΠΕ, έχουμε βιώσει έντονα την αναγκαιότητα της ύπαρξης πατέρα και μητέρας στη φροντίδα των παιδιών της οικογένειας (υπόψη ότι η προστατευόμενη από το άρ. 21 του Συντάγματος μητρότητα θα υποστεί πλήγμα με την εν λόγω ρύθμιση, με την οποία είναι δυνατή η δημιουργία ανάδοχης οικογένειας χωρίς μητέρα).

            Τέλος, όλο το σκεπτικό του σχεδίου νόμου εδράζεται επί της ισότητας των ατόμων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα οποία δεν δύνανται να διαφοροποιούνται λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Όμως, αγνοείται παντελώς η διάσταση των δικαιωμάτων των παιδιών. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Νόμο 2101/1992, στο άρθρο 3, παρ. 1, όπως ισχύει, προβλέπει ρητά τα εξής:

«Άρθρο 3, παρ. 1. Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς Οργανισμούς Κοινωνικής Προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού».

Το νομοσχέδιο παραλείπει να εξηγήσει ρητά, τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνεται υπόψη η ανωτέρω νομική ρήτρα (δηλ. ότι «πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού»), όταν το αναδέχονται ομοφυλόφιλοι γονείς, την στιγμή που :

Α) Ήδη αρχίζει να αμφισβητείται σε χώρες που έχει εφαρμοσθεί, με μελέτες και αναφορές σε πραγματικά περιστατικά, ότι είναι πράγματι προς το συμφέρον του παιδιού να μην γνωρίσει από τη μικρή ηλικία τη διαφορετικότητα των δύο φύλων και να εμπλουτισθεί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθεμίας,

Β) Η νομική άποψη που αρχίζει διεθνώς να διαμορφώνεται είναι ότι η λέξη «πρωτίστως», θέτει σε υπέρτερη θέση από πλευράς εφαρμογής τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, απ’ ό,τι αυτή των ανθρωπίνων, ατομικών δηλαδή, δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων ως αναδόχων.

Όλα αυτά, αγνοούνται παντελώς από το σχέδιο νόμου και την αιτιολογική έκθεση ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν αιτιολογούνται επαρκώς και πειστικά, ούτε από επιστημονικά, ούτε από νομικά επιχειρήματα.

            Για τους παραπάνω λόγους ζητούμε την τροποποίηση της παραγράφου 1 του άρ. 8 του παρόντος σχεδίου νόμου ως εξής:

«1. Κατάλληλοι για να γίνουν ανάδοχοι σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις είναι οικογένειες που αποτελούνται από πατέρα και μητέρα (συζύγους, ή έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης), χωρίς ή με παιδιά ή μεμονωμένα άτομα, άγαμα, ή διαζευγμένα, ή σε χηρεία, με ή χωρίς παιδιά. Η συγγενική αναδοχή από συγγενείς εξ αίματος οποιουδήποτε βαθμού με τον ανήλικο πρέπει να προτιμάται. Επίσης πρέπει να προτιμάται η ύπαρξη μητέρας. Μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων αναδόχων γονέων η επιλογή γίνεται υποχρεωτικά σύμφωνα με τη σειρά αναφοράς των προηγουμένων εδαφίων».

Μετά τιμής

Ο Πρόεδρος της Ανωτάτης Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων Ελλάδος

Βασίλειος Θεοτοκάτος

Πρόσφατα άρθρα